- σουρωτός
- η , ό1) процеженный; профильтрованный; 2) перен. пьяный; 3) в складку, складчатый; в сборку, сборчатый (об одежде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουρωτός — ή, ό, Ν [σουρώνω] στραγγιστός, στραγγισμένος … Dictionary of Greek
σουρωτός — ή, ό διυλισμένος, σουρωμένος, στραγγισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γριλιαστός — (I) ή, ό [γρίλα] πτυχωτός, σουρωτός. (II) ή, ό [γρίλια] αυτός που έχει γρίλιες … Dictionary of Greek